ιπποβοτης

ιπποβοτης
    ἱπποβότης
    ἱππο-βότης
    -ου ὅ разводящий коней, коневод
    

(Ἀτρεύς Eur.)

    οἱ ἱπποβόται Her., Arst., Plut. — гиппоботы (класс крупных землевладельцев в Халкиде - Эвбея)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ιπποβοτης" в других словарях:

  • ιπποβότης — ἱπποβότης, ὁ (Α) 1. αυτός που τρέφει ίππους 2. στον πληθ. (στη Χαλκίδα και γεν. στην Εύβοια) οἱ ἱπποβόται ονομασία τών ευγενών, φορέων τής ολιγαρχίας («ἡ ἱπποβοτῶν πολιτεία», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + βότης (< βόσκω), πρβλ. αιγι… …   Dictionary of Greek

  • ἱπποβόται — ἱπποβότης feeder of horses masc nom/voc pl ἱπποβότᾱͅ , ἱπποβότης feeder of horses masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποβοτέων — ἱπποβότης feeder of horses masc gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποβοτῶν — ἱπποβότης feeder of horses masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποβότα — ἱπποβότᾱ , ἱπποβότης feeder of horses masc nom/voc/acc dual ἱπποβότης feeder of horses masc voc sg ἱπποβότᾱ , ἱπποβότης feeder of horses masc gen sg (doric aeolic) ἱπποβότης feeder of horses masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱπποβότας — ἱπποβότᾱς , ἱπποβότης feeder of horses masc acc pl ἱπποβότᾱς , ἱπποβότης feeder of horses masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… …   Dictionary of Greek

  • ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… …   Dictionary of Greek

  • ἱπποβότου — ἱππόβοτος grazed by horses masc/fem/neut gen sg ἱπποβότης feeder of horses masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»